- κατατολμώ
- κατατολμῶ, -άω (AM)(επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.)μσν.μέσ. κατατολμῶμαι, -άομαιεπιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένααρχ.1. συμπεριφέρομαι με θρασύτητα, με αυθάδεια2. κάνω τολμηρό διάβημα για κάτι3. (αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατατετολμημένοιοι απελπισμένοι, αυτοί που βρίσκονται σε απόγνωση.
Dictionary of Greek. 2013.