κατατολμώ

κατατολμώ
κατατολμῶ, -άω (AM)
(επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.)
μσν.
μέσ. κατατολμῶμαι, -άομαι
επιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένα
αρχ.
1. συμπεριφέρομαι με θρασύτητα, με αυθάδεια
2. κάνω τολμηρό διάβημα για κάτι
3. (αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατατετολμημένοι
οι απελπισμένοι, αυτοί που βρίσκονται σε απόγνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατολμῶ — κατατολμάω behave boldly towards pres imperat mp 2nd sg κατατολμάω behave boldly towards pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατατολμάω behave boldly towards pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατατολμάω behave boldly towards pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατλώ — κατατλῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού τλώ) κατατολμώ* («κατετλάτο κατετολμάτο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τλῶ < *τλῶ «τολμώ», ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. επι τλώ, συν τλώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”